- σκιαδοφόρος
- -α, -ο / σκιαδοφόρος, -ον, ΝΑ, θηλ. και σκιαδιοφόρος Ν, και σκιαδηφόρος Ααυτός που κρατά σκιάδιο, δηλαδή ομπρέλα για τον ήλιονεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκιαδοφόραβοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης κορνώδη, με 275 περίπου γένη και 2.850 περίπου είδη, κύριο χαρακτηριστικό τών οποίων είναι η διάταξη τών ανθέων τους σε απλά ή σύνθετα σκιάδια, αλλ. απιίδεςαρχ.1. σκιερός2. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ σκιαδοφόροιχαρακτηρισμός τών θυγατέρων τών μετοίκων οι οποίες ονομάστηκαν έτσι επειδή έφεραν σκιάδια για να κάνουν σκιά στις κανηφόρους ιέρειες κατά την πομπή τών Παναθηναίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιάς, -άδος / σκιάδιο(ν) + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.